επιταχυντικός

επιταχυντικός
η , ό[ν] ускоряющий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιταχυντικός" в других словарях:

  • επιταχυντικός — ή, ό 1. αυτός που επαυξάνει την ταχύτητα, που επιταχύνει κίνηση ή ενέργεια 2. αυτός που συντελεί σε επιτάχυνση. επίρρ... επιταχυντικώς και ά με τρόπο που επαυξάνει την ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτάχυνση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ι. Ν.… …   Dictionary of Greek

  • επιταχυντικός — ή, ό επίρρ. ά που επαυξάνει την ταχύτητα, που επιταχύνει κίνηση ή ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»